Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτόσπορος
σιτουργός
σιτοφάγος
σιτουργός,
ός, όν
[
ῑ
]
c.
σιτοποιός,
Plat.
Pol.
267
e
;
Polyen
3, 10, 10
.
Étym.
σ. ἔργον
.