σκαλαϐώτης

σκαλαθυρμάτιον

σκαλαθύρω
σκαλαθυρμάτιον, ου (τὸ) [ᾰᾰᾰ] petit tour d’enfant, c. à d. subtilité puérile, babiole, bagatelle, Ar. Nub. 630.
Étym. σκαλαθύρω.