σκαλαθυρμάτιον

σκαλαθύρω

σκαλεία
σκαλαθύρω [ᾰᾰ, ῡ prés. fut.] fouiller, en un sens obscène, Ar. Eccl. 611.
Étym. σκάλλω 1, ἀθύρω.