σκᾶνος

σκαπανεύς

σκαπάνη
σκαπανεύς, έως () [ᾰᾰ] c. σκαφεύς, Str. 2, 5, 1 Kram. ; Jos. A.J. 6, 3, 5 ; Lyc. 652 ; Luc. V. auct. 7, Tim. 7.