σκαπανεύς

σκαπάνη

σκαπερδεύω
σκαπάνη, ης () [ᾰᾰ]
1 hoyau, pioche, Thcr. Idyl. 4, 10 ; Anth. 5, 240, etc. ||
2 action de creuser, Th. H.P. 2, 7, 1 ; Anth. 9, 644.
Étym. σκάπτω.