σκαρδαμυκτέω-ῶ

σκαρδαμυκτής

σκαρδαμυκτικός
σκαρδαμυκτής, οῦ () [δᾰ] qui a les yeux clignotants, Arstt. Physiogn. 6, 47.
Étym. σκαρδαμύσσω.