σκαρδαμυκτής

σκαρδαμυκτικός

σκαρδαμύσσω
σκαρδαμυκτικός, ή, όν [δᾰ] dont les yeux clignotent sans cesse, Arstt. H.A. 1, 10, 3.
Étym. σκαρδαμύσσω.