σκευοφορέω-ῶ

σκευοφορικός

σκευοφόριον
σκευοφορικός, ή, όν, qui concerne le transport des bagages : στρατὸς σκ. Xén. Lac. 13, 4, le corps des σκευοφόροι ; βάρος σκ. Xén. Cyr. 6, 1, 54, la charge d’une bête de somme.
Étym. σκευοφόρος.