σκιρτηθμός

σκίρτημα

σκίρτησις
σκίρτημα, ατος (τὸ) bond, danse, Eschl. Pr. 600, 675 ; Eur. H.f. 836, etc. ; Plut. M. 759a ; Luc. Bacch. 5.
Étym. σκιρτάω.