σκίρτημα

σκίρτησις

σκιρτητής
σκίρτησις, εως ()
1 action de bondir, Plut. Cleom. 34, M. 1091c, etc. ||
2 fig. soulèvement, révolte, Plut. M. 341f.
Étym. σκιρτάω.