σκίρτησις

σκιρτητής

σκιρτητικός
σκιρτητής, οῦ () qui bondit, danseur, Mosch. 6, 2 ; Orph. H. 10, 4 ||
E Voc. -ά, Orph. l. c. ; gén. dor. -ᾶ, Mosch. l. c.
Étym. σκιρτάω.