σκλῆναι

σκληραγωγέω

σκληραγωγία
σκληρ·αγωγέω [] traiter durement, acc., Luc. D. mar. 16, 1 ; fig. : τὴν λέξιν, DH. Thuc. 30, rendre son style dur et pénible.
Étym. σκληρός, ἄγω.