Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκληραγωγέω
σκληραγωγία
σκληράργιλλος
σκληραγωγία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰγ
] discipline rude,
Phil.
2, 482
.
Étym.
v. le préc.