σκληράργιλλος

σκληραύχην

σκληρευνία
σκληρ·αύχην, χενος (ὁ, ἡ) au cou dur, d’où fig. rétif, indocile, Plut. M. 2f ; Phil. 1, 528 ; Clém. 73.
Étym. σκ. αὐχήν.