Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκληροκάρδιος
σκληροκέφαλος
σκληρόκηρος
σκληρο·κέφαλος,
ος, ον
[
ᾰ
] à tête dure,
Th.
Cur. morb.
t. 2, p. 318
.
Étym.
σκλ. κεφαλή
.