σκληροκαρδία

σκληροκάρδιος

σκληροκέφαλος
σκληρο·κάρδιος, ος, ον, au cœur dur, Spt. Prov. 17, 20 ; Ezech. 3, 7, 3.
Étym. σκλ. καρδία.