σκληροειδής

σκληρόθριξ

σκληροκαρδία
σκληρό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ]
1 aux cheveux rudes, Arstt. Physiogn. 2, 7 ||
2 au poil rude, Arstt. G.A. 5, 3, 19.
Étym. σκλ. θρίξ.