σκληρόθριξ

σκληροκαρδία

σκληροκάρδιος
σκληρο·καρδία, ας () dureté de cœur, Spt. Deut. 10, 16 ; Sir. 16, 10 ; Jer. 4, 4 ; NT. Matth. 19, 8, Marc. 16, 14.