σκολιοδρομέω-ῶ

σκολιοδρόμος

σκολιόθριξ
σκολιο·δρόμος, ος, ον, qui court en suivant une voie oblique ou sinueuse, Orph. H. 50, 4 ; Man. 4, 478.
Étym. σκ. δραμεῖν.