σκολιοδρόμος

σκολιόθριξ

σκολιόκαυλος
σκολιό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ] à la chevelure bouclée, Nonn. D. 15, 137 ; fig. Anth. 4, 1, 37.
Étym. σκ. θρίξ.