Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκολιοπλανής
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιο·πλόκαμος,
ος, ον
[
ᾰ
] aux boucles frisées,
Nonn.
D.
26, 65
.
Étym.
σκ. πλόκαμος
.