Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκολιοπλόκαμος
σκολιοπόρος
σκολιός
σκολιο·πόρος,
ος, ον,
aux replis sinueux,
Sext.
P.
1, 126
.
Étym.
σκ. πόρος
.