σκοπιωρέομαι-οῦμαι

σκοπιωρός

σκοπός
σκοπι·ωρός, οῦ () qui observe d’un lieu élevé, gardien, surveillant, Philstr. 784 ; Alciphr. 1, 17.
Étym. σκοπιά, οὖρος.