σκυϐαλίζω

σκυϐαλικός

σκυϐάλισμα
σκυϐαλικός, ή, όν [ῠᾰ] méprisé, méprisable, Timocr. (Plut. Them. 21, 3 vulg. ; σκυϐαλικτός conj.).
Étym. σκύϐαλον.