σκυλακῖτις

σκυλακόδρομος

σκυλακοκτόνος
σκυλακό·δρομος, ου [ῠᾰ] adj. f. : ὥρη, Anon. de vir. herb. 140, saison de la canicule.
Étym. σκύλαξ, δραμεῖν.