σκυλακοτροφία

σκυλακοτροφικός

σκυλακοτρόφος
σκυλακοτροφικός, ή, όν [ῠᾰ] qui concerne l’éducation des jeunes chiens, El. N.A. 6, 8.
Étym. σκυλακοτρόφος.