σκυλακοτροφικός

σκυλακοτρόφος

σκυλακώδης
σκυλακο·τρόφος, ος, ον [ῠᾰ] qui élève de jeunes chiens, Opp. H. 1, 719.
Étym. σκύλαξ, τρέφω.