σκυλακοτρόφος

σκυλακώδης

σκύλαξ
σκυλακώδης, ης, ες [ῠᾰ] qui ressemble à un jeune chien ; τὸ σκυλακῶδες, Xén. Cyr. 1, 4, 4, caractère caressant d’un jeune chien.
Étym. σκύλαξ, -ωδης.