σκύλος

σκυλοφόρος

σκυλοχαρής
σκυλο·φόρος, ος, ον [] qui porte ou emporte des dépouilles, Anth. 6, 161 ; particul. à Rome, ép. de Jupiter Feretrius, DH. 2, 34.
Étym. σκῦλον, φέρω.