σκύλον

σκύλος

σκυλοφόρος
σκύλος, εος-ους (τὸ) []
1 peau de bête, Thcr. Idyl. 25, 142 ; Anth. 6, 35, 165, etc. ||
2 enveloppe, écorce (de noix) Nic. Al. 270.