σκυταληφόρος

σκυταλίας

σκυτάλιον
σκυταλίας, ου [ῠᾰᾱ] adj. m. qui ressemble à un gros bâton, Th. H.P. 7, 4, 6 ; Ath. 74a.
Étym. σκυτάλη.