σκύτη

σκυτικός

σκύτινος
σκυτικός, ή, όν [] de cordonnier : ὁ σκ. Socr. Ep. 13, cordonnier ; ἡ σκυτική (s. e. τέχνη), Plat. Rsp. 374b, l’art du cordonnier.
Étym. σκῦτος.