σκυτικός

σκύτινος

σκυτίς
σκύτινος, η, ον [ῡῐ] fait de cuir, (vêtement, casque, barque, etc.) Hdt. 7, 71 ; 4, 189, etc. ; Xén. An. 5, 4, 13 ; Ar. Nub. 880, etc. ; σκυτίνη ἐπικουρία, Ar. Lys. 110, c. ὄλισϐος ; fig. desséché, maigre, Antiph. (Ath. 565f) ; Anth. 11, 361.
Étym. σκῦτος.