σκυτοτόμος

σκυτοτραγέω-ῶ

σκυτόω-ῶ
σκυτο·τραγέω-ῶ [ῡᾰ] ronger du cuir, Luc. Ind. 25 ; Alciphr. 3, 47.
Étym. σκ. τρώγω.