σκηνίτης

σκηνοϐατέω-ῶ

σκηνοϐάτης
σκηνοϐατέω-ῶ []
1 intr. se produire sur la scène, Str. 233 ||
2 tr. fig. publier, Héraclite gramm. All. Hom. 30 ; Phil. 2, 576, 597.
Étym. σκηνοϐάτης.