σκηνοϐατέω-ῶ

σκηνοϐάτης

σκηνογραφέω-ῶ
σκηνο·ϐάτης, ου () [] qui monte sur la scène, acteur, Nyss. 3, 1228 Migne.
Étym. σκηνή, βαίνω.