σκηνογραφέω-ῶ

σκηνογραφία

σκηνογραφικός
σκηνογραφία, ας () [ᾰφ]
1 récit ou description dramatique, Arstt. Poet. 4, 16 ||
2 décor de peinture, pour le théâtre, Plut. Arat. 15 ; Sext. M. 7, 88.
Étym. σκηνογράφος.