σκηνογραφία

σκηνογραφικός

σκηνογράφος
σκηνογραφικός, ή, όν []
1 qui concerne un décor de peinture, Str. 236 ||
2 fig. qui se déroule en décor de peinture, Hld. 7, 7.
Étym. σκηνογράφος.