Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκηπτοῦχος
σκηπτοφόρος
σκῆπτρον
σκηπτο·φόρος,
ος, ον,
c.
σκηπτροφόρος,
Anth.
7, 428
.
Étym.
*σκῆπτον, φέρω
.