σκωληκόϐορος

σκωληκόϐρωτος

σκωληκοειδής
σκωληκό·ϐρωτος, ος, ον :
1 mangé des vers, NT. Ap. 12, 23 ||
2 piqué des vers, Th. C.P. 5, 9, 1.
Étym. σκώληξ, βιϐρώσκω.