σκωληκόϐρωτος

σκωληκοειδής

σκωληκοτοκέω-ῶ
σκωληκο·ειδής, ής, ές, qui ressemble à un ver, Arstt. H.A. 5, 20, 3 ; Gal. 2, 730.
Étym. σκ. εἶδος.