σκωληκοτοκέω-ῶ

σκωληκοτόκος

σκωληκοφάγος
σκωληκο·τόκος, ος, ον, qui engendre des vers, Arstt. H.A. 1, 5 ; 4, 11, etc. ; Th. C.P. 4, 6, 4 ; 4, 15, 2.
Étym. σκ. τίκτω.