σκωπτικός

σκωπτόλης

σκώπτω
σκωπτόλης, ου () moqueur, qui lance des mots piquants, Ar. Vesp. 788 ; DC. 46, 18, etc.
Étym. σκώπτω ; pour la format. cf. μαινόλης de μαίνομαι.