σμαραγδίτης λίθος

σμάραγδος

σμαραγέω-ῶ
σμάραγδος, ου () [μᾰ] Plat. Phæd. 110d ; Th. Lap. 4, 23 ; Str. 815 ; Nonn. D. 5, 178 ; 18, 80 ; Hld. 2, 30 ; Philstr. 770 ; ou σμάραγδος λίθος, Hdt. 2, 44 ; 3, 41, émeraude, sorte de jaspe vert transparent ||
E Postér. ὁ σμ. Orph. Lith. 608.
Étym. cf. sscr. marakatas ou maraktas.