Σμερτομάρα

σμῆγμα

σμηγματώδης
σμῆγμα, ατος (τὸ) substance pour nettoyer ou dégraisser, Hpc. Acut. 395 ; Plut. Demetr. 27.
Étym. σμήχω ; cf. σμῆμα.