σμηγματώδης

σμηκτικός

σμηκτὶς γῆ
σμηκτικός, ή, όν, qui a la propriété de nettoyer, Diphil. (Ath. 55b, 64b) ; Diosc. 2, 4 ; Geop. 12, 5, 2 ; Luc. Am. 39.
Étym. σμήχω.