Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σοφισματικός
σοφισμάτιον
σοφισματώδης
σοφισμάτιον,
ου
(
τὸ
) [
ᾰ
]
dim. de
σόφισμα,
Luc.
Par.
43 ;
Arr.
Epict.
2, 18, 17
.