Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σοφισμάτιον
σοφισματώδης
σοφισμός
σοφισματώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] sophistique, captieux,
Arstt.
Top.
8, 3, 1
.
Étym.
σόφισμα, -ωδης
.