σπανιστός

σπανίως

σπανοκαρπία
σπανίως [] adv. rarement, Xén. Ages. 9, 1 ; Arstt. H.A. 1, 1, 30, etc. ||
Cp. σπανιώτερον, Thc. 1, 23 ; ou σπανιαίτερον, Th. H.P. 3, 7, 5 ; sup. σπανιώτατα, En. tact. Pol. 37 ; ou σπανιαίτατα, Clém. 202.
Étym. σπάνιος.