Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σπανίως
σπανοκαρπία
σπανοπώγων
σπανο·καρπία,
ας
(
ἡ
) [
πᾰ
] disette de fruits,
DS.
5, 39
.
Étym.
σπανός, καρπός
.